κωδικός

κωδικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώδικα
2. φρ. «κωδικός αριθμός» — ο κλειδάριθμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Πράτσικας, Χρήστος — (Πάτρα 1888 – Αθήνα 1970). Έλληνας νομικός. Τακτικός καθηγητής Αστικού δικαίου στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1939), δημοσίευσε πολυάριθμα έργα μεταξύ των οποίων: Περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής (1923), Περί δεδικασμένου κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Constantine II of Greece — Constantine ΙΙ King of the Hellenes Reign 6 March 1964 – 1 June 1973 Predecessor Paul …   Wikipedia

  • Apostasia of 1965 — The Apostasia ( el. Αποστασία , Apostasy ) or Iouliana ( el. Ιουλιανά , the events of July) or the Royal Coup ( el. Το Βασιλικό Πραξικόπημα ) is a term used to describe the political crisis in Greece, which centred around the resignation, on 15… …   Wikipedia

  • Constantino II de Grecia — Para otros usos de este término, véase Constantino. Constantino II Rey de los Helenos Constantino de Grecia. Reinado 6 de marzo de 1964 …   Wikipedia Español

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… …   Dictionary of Greek

  • λαθρεμπόριο — Σύμφωνα με ορισμένες νομοθεσίες (γερμανική, βελγική, ισπανική) και κατά την κοινώς διαδεδομένη έννοια του όρου, λ. θεωρείται η εισαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε μια χώρα. Κατά την ελληνική νομοθεσία (ν. 1165/1918 «περί τελωνειακού κώδικος»,… …   Dictionary of Greek

  • μαίευμα — μαίευμα, τὸ (AM) [μαιεύομαι] 1. το βρέφος που γεννήθηκε με τη βοήθεια τής μαίας («σὸν μὲν παιδίον, ἐμὸν δὲ μαίευμα», Πλάτ.) 2. μτφ. καθετί που έρχεται στο φως («ὁ ἐν σωματίοις κείμενος λόγος... ἔστι τοῡ ὑποδεξαμένου κώδικος μαίευμα, σπαργανοῡντος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”